κορωνη

κορωνη
    κορώνη
    ἥ
    1) ворона (ей приписывалась особая долговечность)
    

κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας Babr. — достигший возраста двух ворон, т.е. чрезвычайно старый

    2) (тж. κ. εἰναλίη Hom.) морская ворона, предполож. баклан Hom.
    3) дверная скоба
    

θύρην ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Hom.(Эвриклея) притворила дверь серебряной скобой

    4) загнутый конец лука (на котором укреплялась тетива) Hom.
    5) перен. венец, конец, завершение
    

(χρυσῷ βίῳ χρυσέν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κορωνη" в других словарях:

  • Κορώνη — shearwater fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — shearwater fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορώνῃ — Κορώνη shearwater fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνῃ — κορώνη shearwater fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • Κορώνη — Sp Korònė Ap Κορώνη/Koroni L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Κορώνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας …   Dictionary of Greek

  • Κορωνᾶν — Κορώνη shearwater fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνᾶν — κορώνη shearwater fem gen pl (doric aeolic) κορωνός curved masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορωνέων — Κορώνη shearwater fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνέων — κορώνη shearwater fem gen pl (epic ionic) κορωνός curved masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»